κατηχήσας — κατηχήσᾱς , κατηχέω sound over aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κατηχήσᾱς , κατηχέω sound over aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηχήσασα — κατηχήσᾱσα , κατηχέω sound over aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) κατηχήσᾱσα , κατηχέω sound over aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηχήσασαν — κατηχήσᾱσαν , κατηχέω sound over aor part act fem acc sg (attic epic ionic) κατηχήσᾱσαν , κατηχέω sound over aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηχώ — κατήχησα, κατηχήθηκα, κατηχημένος, μπάζω κάποιον στα δόγματα της θρησκείας, διδάσκω: Κατήχησε τον ειδωλολάτρη στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηχώ — κατηχώ, κατήχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής